-ύλιο

-ύλιο
χημ. επίθημα χημικών όρων (< ὕλη), που, σύμφωνα με τη συστηματική ορολογία, δηλώνει την παρουσία: α) μιας μονοσθενούς ρίζας (πρβλ. αιθ-ύλιο, υδροξ-ύλιο)
β) μιας ρίζας που περιέχει οξυγόνο (πρβλ. καρβον-ύλιο), περιλαμβανόμενων και ορισμένων ριζών οργανικών οξέων (πρβλ. ακετ-ύλιο).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αλκύλιο — Ομάδα ατόμων που δεν υπάρχει σε ελεύθερη κατάσταση και προέρχεται με αφαίρεση ενός ατόμου υδρογόνου από τους υδρογονάνθρακες του γενικού τύπου CnH2n+2, που περιέχουν δηλαδή στο μόριό τους n άτομα άνθρακα και (2n+2) άτομα υδρογόνου. Κάθε α.… …   Dictionary of Greek

  • αλκοξύλια — τα Χημ. μονοσθενείς ρίζες γενικού τύπου R O οι οποίες προκύπτουν από τις αλκοόλες με την αφαίρεση τού υδρογόνου τού υδροξυλίου τους [CH3 OH μεθανόλη CH3 O μεθοξύλιο, CH3CH2 OH αιθανόλη CH3CH2 O αιθοξύλιο κ.λπ.]. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν …   Dictionary of Greek

  • αμύλιο — Μονοσθενής αλειφατική ρίζα, του τύπου C5H11. Υπάρχουν τόσες ρίζες α. όσες και οι αμυλικές αλκοόλες, αλλά οι πιο συνηθισμένες είναι του ισοαμυλίου, (CH3)2 CH CH2 CH2 και του τριτοταγούς α. (CH3)2 C C2H5. νιτρώδες α.Εστέρας του νιτρώδους οξέος, με… …   Dictionary of Greek

  • κακωδύλιο — Χημική ένωση του τύπου (CH3)2As As(CH3)2. Η ονομασία οφείλεται στην εξαιρετικά δυσάρεστη οσμή της. Είναι άχρωμο υγρό με σημείο ζέσης 170°C και αναφλέξιμο στον αέρα. Με οξείδωση δίνει το οξείδιο του κ. και το κακωδυλικό οξύ, ενώ με το χλώριο δίνει …   Dictionary of Greek

  • ουρανύλιο — το χημ. ανόργανη δισθενής ρίζα που περιέχεται στη σύνθεση ορισμένων ουρανικών αλάτων, γνωστών ως αλάτων τού ουρανυλίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. uranyle (< ουράνιο + κατάλ. ύλιο)] …   Dictionary of Greek

  • υδροξύλιο — το, Ν χημ. η μονοσθενής ρίζα ΟΗ, η οποία απαντά σε μεγάλο αριθμό χημικών ενώσεων, όπως είναι το νερό, τα υδροξείδια μετάλλων, οι αλκοόλες, τα υδροξυοξέα κ.ά., καθώς και τού αντίστοιχου ανιόντος OH , που απαντά στα υδατικά διαλύματα τών βάσεων.… …   Dictionary of Greek

  • υπερχλωρύλιο — το, Ν χημ. ονομασία τής χημικής ρίζας ή τού κατιόντος που προκύπτει από την απομάκρυνση μιας ρίζας υδροξυλίου από ένα μόριο υπερχλωρικού οξέος. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. perchloryl < per (πρβλ. υπερ ) + chlor (< χλώριο) +… …   Dictionary of Greek

  • χημεία — Η επιστήμη που μελετά τη σύσταση των ουσιών, τις αντιδράσεις τους και την παρασκευή τους. Παρότι ο ορισμός αυτός είναι ελλιπής ως προς τους σκοπούς της χ. είναι αρκετά πρόσφατος και απαιτήθηκαν αιώνες για να συμπληρωθεί. Η πολυπλοκότητα των… …   Dictionary of Greek

  • χολοϋλοσυνένζυμο — το, Ν φρ. «χολοϋλοσυνένζυμο Α» (βιοχ.) ομάδα ακυλοσυνενζύμων Α. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. choloyl coenzyme < cholo (χολή) + yl (βλ. ύλιο) + coenzyme (βλ. συνένζνμο)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”