αλκύλιο — Ομάδα ατόμων που δεν υπάρχει σε ελεύθερη κατάσταση και προέρχεται με αφαίρεση ενός ατόμου υδρογόνου από τους υδρογονάνθρακες του γενικού τύπου CnH2n+2, που περιέχουν δηλαδή στο μόριό τους n άτομα άνθρακα και (2n+2) άτομα υδρογόνου. Κάθε α.… … Dictionary of Greek
αλκοξύλια — τα Χημ. μονοσθενείς ρίζες γενικού τύπου R O οι οποίες προκύπτουν από τις αλκοόλες με την αφαίρεση τού υδρογόνου τού υδροξυλίου τους [CH3 OH μεθανόλη CH3 O μεθοξύλιο, CH3CH2 OH αιθανόλη CH3CH2 O αιθοξύλιο κ.λπ.]. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν … Dictionary of Greek
αμύλιο — Μονοσθενής αλειφατική ρίζα, του τύπου C5H11. Υπάρχουν τόσες ρίζες α. όσες και οι αμυλικές αλκοόλες, αλλά οι πιο συνηθισμένες είναι του ισοαμυλίου, (CH3)2 CH CH2 CH2 και του τριτοταγούς α. (CH3)2 C C2H5. νιτρώδες α.Εστέρας του νιτρώδους οξέος, με… … Dictionary of Greek
κακωδύλιο — Χημική ένωση του τύπου (CH3)2As As(CH3)2. Η ονομασία οφείλεται στην εξαιρετικά δυσάρεστη οσμή της. Είναι άχρωμο υγρό με σημείο ζέσης 170°C και αναφλέξιμο στον αέρα. Με οξείδωση δίνει το οξείδιο του κ. και το κακωδυλικό οξύ, ενώ με το χλώριο δίνει … Dictionary of Greek
ουρανύλιο — το χημ. ανόργανη δισθενής ρίζα που περιέχεται στη σύνθεση ορισμένων ουρανικών αλάτων, γνωστών ως αλάτων τού ουρανυλίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. uranyle (< ουράνιο + κατάλ. ύλιο)] … Dictionary of Greek
υδροξύλιο — το, Ν χημ. η μονοσθενής ρίζα ΟΗ, η οποία απαντά σε μεγάλο αριθμό χημικών ενώσεων, όπως είναι το νερό, τα υδροξείδια μετάλλων, οι αλκοόλες, τα υδροξυοξέα κ.ά., καθώς και τού αντίστοιχου ανιόντος OH , που απαντά στα υδατικά διαλύματα τών βάσεων.… … Dictionary of Greek
υπερχλωρύλιο — το, Ν χημ. ονομασία τής χημικής ρίζας ή τού κατιόντος που προκύπτει από την απομάκρυνση μιας ρίζας υδροξυλίου από ένα μόριο υπερχλωρικού οξέος. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. perchloryl < per (πρβλ. υπερ ) + chlor (< χλώριο) +… … Dictionary of Greek
χημεία — Η επιστήμη που μελετά τη σύσταση των ουσιών, τις αντιδράσεις τους και την παρασκευή τους. Παρότι ο ορισμός αυτός είναι ελλιπής ως προς τους σκοπούς της χ. είναι αρκετά πρόσφατος και απαιτήθηκαν αιώνες για να συμπληρωθεί. Η πολυπλοκότητα των… … Dictionary of Greek
χολοϋλοσυνένζυμο — το, Ν φρ. «χολοϋλοσυνένζυμο Α» (βιοχ.) ομάδα ακυλοσυνενζύμων Α. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. choloyl coenzyme < cholo (χολή) + yl (βλ. ύλιο) + coenzyme (βλ. συνένζνμο)] … Dictionary of Greek